-
1 нездоровый
нездоровый 1) αδιάθετος·я \нездоровыйв είμαι αδιάθετος 2) (вредный) νοσηρός, ανθυγιεινός" \нездоровый климат το ανθυγιεινό κλίμα* * *1) αδιάθετοςя нездоро́в — είμαι αδιάθετος
2) ( вредный) νοσηρός, ανθυγιεινόςнездоро́вый кли́мат — το ανθυγιεινό κλίμα
-
2 нездоровый
нездоров||ыйприл1. (больной) ἀδιάθετος, ἀρρωστος:быть \нездоровыйым εἶμαι ἀρρωστος, δέν εἶμαι καλά·2. (вредный) ἀνθυγιεινός, νοσηρός:\нездоровый климат τό ἀνθυγιεινό κλίμα·3. перен ἀνώμαλος:\нездоровыйые отношения οἱ ἀνώμαλες σχέσεις· \нездоровыйая атмосфера ἡ νοσηρή ἀτμόσφαιρα \нездоровыйье с ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀρρώστια. -
3 нездоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о.1. αδιάθετος• άρρωστος, ασθενής•я -ов είμαι άρρωστος.
|| ασθενικός, αρρωστιάρ ικος•нездоровый вид αρρωστιάρικη όψη.
2. βλαβερός στην υγεία, ανθυγιεινός, νοσηρός•-ая пища βλαβερή τροφή•
-ая местность ανθυγιεινό μέρος•
нездоровый климат νοσηρό κλίμα.
3. μτφ. νοσηρός ηθικά•-ая обстановка νοσηρό περιβάλλον.
См. также в других словарях:
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… … Dictionary of Greek
ακρασία — (I) η (Α ἀκρασία) [ἄκρατος] κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών τού σώματος, δυσκρασία αρχ. η μη υγιεινή σύσταση τού αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα. (II) ἀκρασία, η (Α) η ακράτεια*. (III) ἀκρασία, η (Μ) έλλειψη κρασιού.… … Dictionary of Greek
Ροδόλφου, Λίμνη — (Lake Rudolf, αγγλικά). Λίμνη της ανατολικής Αφρικής, η πέμπτη σε έκταση (8.600 τ. χλμ.) της αφρικανικής ηπείρου· καταλαμβάνει τον βυθό μιας λεκάνης που περιβάλλεται από ψηλούς ηφαιστειακούς κώνους, η οποία αποτελεί το κεντρικό τμήμα της μεγάλης… … Dictionary of Greek
μαλάκα — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… … Dictionary of Greek
μαλακά — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… … Dictionary of Greek
Κολόν — (Colόn). Πόλη (περ. 160.000 κάτ. το 1996) του Παναμά και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (4.890.000 τ. χλμ., 204.208 κάτ.). Βρίσκεται στο νησί Mανθανίλιο του κόλπου Λίμον, 85 χλμ. ΒΔ της Πόλης του Παναμά και ενώνεται με τη στεριά με μια στενή… … Dictionary of Greek
Κουάλα Λουμπούρ — (Kuala Lumpur). Πόλη (1.379.310 κάτ. το 2000) και ομόσπονδο κρατίδιο της Μαλαισίας. Είναι χτισμένη στη συμβολή των μικρών ποταμών Κλανγκ και Γκομπάκ, σε απόσταση περίπου 40 χλμ. από τη δυτική ακτή της Μαλάκα. Ιδρύθηκε το 1857 από μία ομάδα… … Dictionary of Greek
ανθυγιεινός, -ή — ό αυτός που βλάφτει στην υγεία: Το κλίμα της περιοχής αυτής είναι ανθυγιεινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)